texnikosasfaleias.gr


ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ


Έννοια εργατικού ατυχήματος

Τα περί εργατικών ατυχημάτων ρυθμίζονται, βασικά, από τις διατάξεις των ακόλουθων νόμων:
α) Νόμοι 551/15, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.20 και τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με διάφορα άλλα νομοθετήματα (Ν.Δ. 20/24.1.23, Ν.Δ. 27.7/15.8.23, Ν. 4705/30, Ν. 5241/31, 408/41, 6234/34, 1224/44).
β) Νόμοι που κύρωσαν διάφορες διεθνείς συμβάσεις (Ν.Δ. 30/35 περί κυρώσεως της από 5.6.25 Δ.Σ., Ν. 2078/52 περί κυρώσεως της 17 Δ.Σ. και Ν. 2080/52 περί κυρώσεως της 42 Δ.Σ.).
γ) Διάφορα ειδικότερα νομοθετήματα, όπως Ν. 5511/32, Ν. 5598/32, Ν. 6424/34, Α.Ν. 649/37, Α.Ν. 1955/39 κ.ά. για τα ατυχήματα στα δημόσια έργα. Ο Α.Ν. 596/37 για τα αεροπορικά ατυχήματα, οι νόμοι 4504/66 και 1104/72 για τα ατυχήματα των μαθητών τεχνιτών κλπ.
δ) Ορισμένες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όπως τα άρθρα 914, 922,928,929,930,299 για αποζημίωση του παθόντος μισθωτού και τα άρθρα 657 – 658 για τον οφειλόμενο μισθό στον εργαζόμενο σε περίπτωση ανυπαίτιου κωλύματος.
ε) Οι σχετικές διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας και κυρίως εκείνες του Α.Ν. 1846/51 περί Ι.Κ.Α.

Υπ” όψη ότι οι διατάξεις περί εργατικών ατυχημάτων εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλους τους μισθωτούς (υπαλλήλους, εργατοτεχνίτες, υπηρέτες).

“Ε ν ν ο ι α   ε ρ γ α τ ι κ ο ύ   α τ υ χ ή μ α τ ο ς .

Ως εργατικό ατύχημα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των προαναφερθέντων νόμων, ορίζεται το συμβάν στον εργαζόμενο βίαιο γεγονός κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτήν, που προκάλεσε σ” αυτόν ανικανότητα προς εργασία μεγαλύτερη των τριών (3) ημερών. Εξυπακούεται ότι στη γενικότητα αυτή της έννοιας του εργατικού ατυχήματος περιλαμβάνεται ο θάνατος και κάθε ανικανότητα προς εργασία του μισθωτού, προσωρινή ή οριστική. Επίσης, να σημειωθεί, ότι με το εργατικό ατύχημα εξομοιώνεται και η επαγγελματική ασθένεια.

Αναλυτικότερα, για να θεωρηθεί ένα συμβάν ως εργατικό ατύχημα, πρέπει να συντρέξουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) Το συμβάν να είναι βίαιο. Συνεπώς, η ασθένεια, κατ” αρχήν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εργατικό ατύχημα και αν ακόμα είναι αποτέλεσμα λανθάνουσας σε χρόνο ενέργειας διαφόρων επαγγελματικών αιτιών. Ασθένεια, όμως που προήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από εξαιρετικές και ασυνήθιστες συνθήκες, κρίθηκε ότι συνιστά εργατικό ατύχημα (Σ.Ε. 1388/58, Α.Π. 801/58, 303/68, 153/68, Σ.Ε. 1924/68, Α.Π. 847/73, 1192/75, 226/87 Τμ. Β”, 305/87, Σ.Ε. 762/88, Α.Π. 1029/93 Τμ. Β”, 1486/95 Τμ. Β”).
β) Το συμβάν να έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, Π.χ. μεταφορά εργατών στον τόπο της εργασίας (Α.Π. 351/58, Σ.Ε. 350187 Τμ. Α”, 3475/87 Τμ. Α”).
γ) Να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, δηλαδή, σύνδεσμος μεταξύ του συμβάντος βίαιου γεγονότος και της εργασίας (Σ.Ε. 2111/67, 1924/68).
δ) Να μη οφείλεται σε πρόθεση του εργαζομένου η πρόκληση του βίαιου συμβάντος. Δεν συνιστά εργατικό ατύχημα ούτε θεμελιώνει αξίωση αποζημιώσεως κατά τον Ν. 515/15 το συμβάν, όταν προκλήθηκε από τον παθόντα (Α.Π. 1026/75 Τμ. Β”, 106/76 Τμ. Β”).
ε) Να προκάλεσε την αδυναμία του μισθωτού προς εργασία για χρόνο μεγαλύτερο των τριών (3) ημερών. (Το επίδομα ασθένειας στις περιπτώσεις αυτές, καταβάλλεται από την ημέρα αναγγελίας του εργατικού ατυχήματος στο ΙΚΑ, χωρίς προς τούτο να απαιτείται 3ήμερη διάρκεια αναμονής, με την προϋπόθεση ότι η ανικανότητα προς εργασία του ασφαλισμένου που υπέστη εργατικό ατύχημα διαρκεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ημερών.( Στην περίπτωση που η ανικανότητα προς εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος του ασφαλισμένου έχει χρονική διάρκεια μέχρι και τρεις (3) ημέρες, τότε υπολογίζεται όπως και στην απλή ασθένεια το 3ήμερο αναμονής).

Οι σχετικές με το εργατικό ατύχημα διατάξεις του Α.Ν. 1846/51 (άρθρα 8 περίπτωση 4 και 34 παράγραφος 1) καλύπτουν τρεις κύκλους ατυχημάτων:
α) Εκείνα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας, ως ευθεία και άμεση συνέπεια αυτής, όπως είναι ο τραυματισμός του εργαζομένου από χρησιμοποιούμενο εργαλείο ή μηχάνημα, από κατάρρευση εγκαταστάσεων Κ.Ο.Κ.
β) Εκείνα που συμβαίνουν με αφορμή την εργασία, τα οποία δεν εμφανίζονται μεν ως άμεση και ευθεία συνέπεια της εργασίας, ευρίσκονται όμως προς αυτήν σε σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα με την έννοια ότι η εργασία προκάλεσε την έκθεση του εργαζομένου στην επίδραση του βίαιου συμβάντος που επέφερε τελικά την βλάβη αυτού. Π.χ. η μεταφορά των εργαζομένων στον τόπο της εργασίας (Α.Π. 1192/75), το βίαιο συμβάν κατά τη διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής της εργασίας (Σ.Ε. 227/87 Τμ. Α”).
γ) Εκείνα που οφείλονται σε επαγγελματική ασθένεια. Κατ” αρχήν επαγγελματικές ασθένειες είναι αυτές που οφείλονται στις επιδράσεις των συνθηκών εργασίας, όπως πνευμονοκονίαση των ανθρακωρύχων, μολυβδίαση εργατών μετάλλου, πρωτοπαθή επιθηλιώματα δέρματος κλπ. Αλλά στην έννοια του εργατικού ατυχήματος εμπίπτει και η εξακολούθηση της αυτής εργασίας, μετά την εκδήλωση νόσου του εργαζομένου, αν αυτή επιφέρει την επιδείνωση της υπάρχουσας ασθένειας (Α.Π. 226/87 Τμ. Β”, 1486/95 Τμ. Β”). Αναλυτικά αναφέρονται οι επαγγελματικές ασθένειες και οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεώς τους στο άρθρο 40 του Κανονισμού Ασθενείας του Ι.Κ.Α.

Εξωεργατικό ατύχημα.
Ως εξωεργατικά ατύχημα χαρακτηρίζεται κάθε ατύχημα που συνέβη εκτός εργασίας και δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του εργατικού ατυχήματος. Π.χ. κάποιος ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α., ενώ ασχολείται στο σπίτι του με δικές του δουλειές (βάφει κάποιο τοίχο ή κλαδεύει τα δένδρα του κήπου) πέφτει και σπάει το πόδι του. Η διάκριση των ατυχημάτων σε εργατικά και εξωεργατικά έχει σημασία κυρίως για τις ασφαλιστικές παροχές.

Πορίσματα νομολογίας.
Στα θέματα των εργατικών ατυχημάτων η νομολογία είναι πλουσιότατη και λεπτομερέστατη. Αυτό
οφείλεται και στο γεγονός ότι τα εργατικά ατυχήματα στον τόπο μας εμφανίζουν εξαιρετικά υψηλό
δείκτη. Στη συνέχεια καταχωρούνται μερικές αποφάσεις, κυρίως ανωτάτων δικαστηρίων, που
προσδιορίζουν τα περιστατικά, τα οποία συνιστούν εργατικό ατύχημα.


α) Κατά τη μετάβαση του εργαζομένου στον τόπο τ η ς ε ρ γ α σ ί α ς. Εάν συνέβη βίαιο γεγονός, που προκάλεσε βλάβη του εργαζομένου και ανικανότητα προς εργασία ή θάνατο αυτού, είναι εργατικό ατύχημα. Είτε η μετακίνηση του εργαζομένου γίνεται με μεταφορικό μέσο του εργοδότη είτε με οποιοδήποτε άλλο μέσο από τα συνήθη και σε κοινή χρήση υπάρχοντα, αρκεί να υπάρχει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ατυχήματος, ο οποίος όμως εκλείπει, εάν αποδεικνύεται ότι ο παθών παρέκκλινε από τη συνηθισμένη διαδρομή του (Σ.Ε. 1455/69, 1829/73). Τα ίδια ισχύουν και όταν το ατύχημα συνέβη κατά την επιστροφή του εργαζομένου στο σπίτι του (Σ.Ε. 1953/65). Αλλά και κατά το χρόνο επιστροφής του εργαζομένου στον τόπο εργασίας, μετά από εκτέλεση υπηρεσίας για τον εργοδότη (Σ.Ε. 1264/60). Και το βίαιο συμβάν που συνέβη στον εργαζόμενο, ενώ μετέβαινε από το σπίτι του στην οικονομική εφορία για εργασίες του εργοδότη (Σ.Ε. 350/87 Τμ. Α”).

β) Κατά τη διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής τ η ς ε ρ γ α σ ί α ς. Το βίαιο συμβάν από το οποίο προκλήθηκε ο θάνατος ή η αναπηρία του εργαζομένου, θεωρείται εργατικό ατύχημα και αν ακόμα συνέβη μέσα στο χώρο της εργασίας κατά τη διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής (Σ.Ε. 227/87 Τμ. Α”, 1264/60).
γ) Υπέρμετρη προσπάθεια του εργαζομένου, η οποία προκάλεσε το θάνατο ή την ανικανότητα αυτού για εργασία είναι εργατικό ατύχημα. Οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, που προκλήθηκε από ασυνήθεις όρους εργασίας και δυσμενείς συνθήκες, συνιστά εργατικό ατύχημα (Σ.Ε. 3350/86 Τμ. Α”). Εργατικό ατύχημα υφίσταται και όταν ο θάνατος ή η προς εργασία ανικανότητα του ασφαλισμένου οφείλεται σε επιδείνωση προϋπάρχουσας νόσου, που προκλήθηκε από την υπέρμετρη προσπάθεια, την οποία κατέβαλε ο εργαζόμενος για να ανταποκριθεί σε ασυνήθεις όρους εργασίας ή στο γεγονός ότι υποχρεώθηκε να εργασθεί κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες (Σ.Ε. 4953/87, 5289/87, 5847/95). Η επιδείνωση υφισταμένης νοσηρής καταστάσεως, που δεν εμπόδιζε τον εργαζόμενο στην εργασία του μέχρι τη στιγμή του ατυχήματος (Α.Π. 1090/85, 2619/85, 523/68).


δ) Τ ρ α υ μ α τ ι σ μ ό ς, που επήλθε σε οδηγό αυτοκινήτου κατά τη διάρκεια συμπλοκής με άλλο οδηγό την ώρα της εκτελέσεως της εργασίας, συνιστά εργατικό ατύχημα (Σ.Ε. 436/68). Εργατικό ατύχημα αποτελεί και ο θάνατος ή τραυματισμός του ναυτικού από αυτοκινητιστικό ατύχημα κατά τη διάρκεια της ψυχαγωγίας του, εφόσον αυτή από τις συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας ήταν αναγκαία προς αποκατάσταση ή διατήρηση της ψυχικής ισορροπίας του εργαζομένου (Α.Π. 1078/85).
Τ ο   κ α τ ά   τ η   δ ι ά ρ κ ε ι α   τ η ς   α π ε ρ γ ί α ς   ε π ι   σ υ μ β ά ν

ατύχημα στον εργαζόμενο είναι εργατικό αυτό (Σ.Ε. 3280192 Ολομ.).
Εργατικό ατύχημα υπάρχει κι όταν δεν παρασχέθηκε η προσήκουσα ιατρική περίθαλψη στον εργαζόμενο, που συνέχισε να εργάζεται με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του (Σ.Ε. 3660186 Τμ. Α”).
Ν α υ τ ι κ ό   α τ ύ χ η μ α. Ο Ν. 551/15 έχει εφαρμογή και στη σχέση ναυτικής εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Α.Π. 937/75 Ολομ. και 782/95).
Ο   π ν ι γ μ ό ς   ν α υ τ ι κ ο ύ, που έπασχε από νευρασθένεια και για την οποία είχαν ληφθεί μέτρα θεραπείας και επιτηρήσεως, αποτελεί εργατικό ατύχημα (Α.Π. 153/68). Επίσης, ο φόνος ναυτικού στο πλοίο (Α.Π. 303/68).
Είναι εργατικό το ατύχημα και όταν συνέβη εκτός του τόπου και του χρόνου εργασίας και μετά τη λύση της συμβάσεως, εφόσον υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ατυχήματος (Α.Π. 178/76 Ολομ.).
Η

α π ό π ε ι ρ α   α υ τ ο κ τ ο ν ί α ς, που προκάλεσε σωματική αναπηρία στον εργαζόμενο, δεν θεωρείται εργατικό ατύχημα, εκτός αν κριθεί ότι είναι συνέπεια ψυχικού κλονισμού του αυτόχειρα, που προήλθε από την εργασία ή με αφορμή αυτήν (Α.Π. 301/77, 339/76, Εφ. Αθ. 1054/75).Έ λ λ η ν ε ς   ε ρ γ α ζ ό μ ε ν ο ι   σ τ η ν   α λ λ ο δ α π ή.

Η ύπαρξη και η έκταση του δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος εργατικό ατύχημα (που εργάζονταν στο εξωτερικό) κρίνονται κατά το δίκαιο του τόπου του ατυχήματος (Α.Π. 998/82 Τμ. Β”).Αναγγελία εργατικού ατυχήματος

Ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγείλει κάθε εργατικό ατύχημα (κάθε μορφής από απλό έως και θανατηφόρο άμεσα)

α) Στην πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή (άρθρο 141 Π.Δ. 14/22.3.34). Η αναγγελία πρέπει να γίνει χωρίς αναβολή και με το ταχύτερο μέσον.(ΑΜΕΣΑ)

β) Στο οικείο Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕΠΕΚ) ή στον αρμόδιο επόπτη εργασίας (άρθρο 1 Ο Ν .Δ. 2954/54). Όπου δεν υπάρχουν τέτοιες αρχές, η αναγγελία γίνεται στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή και προφανώς ταυτίζεται με την ενέργεια της προηγούμενης παραγράφου. Εντός 24άρων ωρών για κάθε ατύχημα και σε περίπτωση σοβαρού τραυματισμού η θανάτου ΑΜΕΣΑ .


Σε περιπτώσεις σοβαρών τραυματισμών ή θανάτων, ο εργοδότης υποχρεούται να διατηρήσει αμετάβλητα όλα τα στοιχεία και αντικείμενα που έχουν σχέση με το ατύχημα, για να διευκολυνθούν οι αρχές στην αυτοψία που θα κάνουν προς διακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος.
γ) Αναγγελία στο Ι.Κ.Α. εντός πέντε (5) ημερών πρέπει να αναγγελθεί στο αρμόδιο υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. κάθε ατύχημα που έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής. (Όταν λόγοι ανεξάρτητοι από τη θέληση των υπόχρεων σε δήλωση τους εμπόδισαν να δηλώσουν έγκαιρα το ατύχημα, ο διευθυντής του αρμόδιου υποκ/τος ΙΚΑ. μπορεί να δεχθεί τη δήλωση και εκπρόθεσμα. Όταν οι συνέπειες του ατυχήματος εκδηλωθούν σε χρόνο μεταγενέστερο, η προθεσμία για τη δήλωση αρχίζει από το χρόνο που πράγματι εκδηλώθηκε η αναπηρία. Έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, ότι για την ύπαρξη εργατικού ατυχήματος δεν απαιτείται όπως οι συνέπειες αυτού εκδηλωθούν αμέσως, αλλά είναι δυνατόν να επέλθουν και βραδύτερα. Η παράταση της προθεσμίας στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να φθάσει τη διετία Σ.Ε. 2264/75). Στις παραπάνω προθεσμίες δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και οι επίσημα καθιερωμένες αργίες (άρθρο 21 παρ. 3).
Την υποχρέωση αυτή της αναγγελίας έχουν τα εξής πρόσωπα: Ο εργοδότης ή ο αντιπρόσωπος αυτού, αλλά και ο ίδιος ο ασφαλισμένος, ο ιατρός που παρέσχε τις πρώτες βοήθειες και κάθε υπάλληλος του Ιδρύματος που τυχόν έλαβε γνώση του ατυχήματος κατά την υπηρεσία του. Για τον ιατρό ή υπάλληλο του Ι.Κ.Α., γνώστη του ατυχήματος, η προθεσμία αναγγελίας είναι 24 ώρες.


Η δήλωση γίνεται με έγγραφο, αλλά και προφορική δήλωση είναι επιτρεπτή, οπότε το αρμόδιο όργανο
του Ι.Κ.Α. είναι υποχρεωμένο να συμπληρώσει αυτό το ειδικό για την περίπτωση έντυπο (άρθρο 21 Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητος Ι.Κ.Α., όπως ισχύει).
Υποχρεώσεις εργοδότη

Ο εργοδότης οφείλει:


α) Να αναγγέλλει στις αρμόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας, στις πλησιέστερες αστυνομικές
αρχές και στις αρμόδιες υπηρεσίες του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζό-
μενος όπως ανωτέρω αναφέραμε όλα τα εργατικά ατυχήματα και, εφόσον πρόκειται περί σοβαρού
τραυματισμού ή θανάτου, να τηρεί αμετάβλητα όλα τα στοιχεία που δύνανται να χρησιμεύσουν για εξακρίβωση των αιτιών του ατυχήματος.
β) Να τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων στο οποίο να αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή
του ατυχήματος και να το θέτει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών. Τα μέτρα που λαμβάνονται για
την αποτροπή επανάληψης παρόμοιων συμβάντων, καταχωρούνται στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 6
(παρ. 1) και του άρθρου 9 (παρ. 1) του Ν.1568/1985 (Βιβλίο υποδείξεων).
γ) Να τηρεί κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων που είχαν ως συνέπεια για τον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερη των τριών (3) εργάσιμων ημερών.


Η εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου αποτελεί μια συστηματική εξέταση όλων των
πλευρών κάθε διεξαγόμενης εργασίας από την επιχείρηση με σκοπό:
α. να εντοπισθούν οι πηγές του επαγγελματικού κινδύνου, δηλαδή τι θα μπορούσε να προκαλέσει κινδύνους για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων,
β. να διαπιστωθούν κατά πόσον και με τι μέτρα μπορούν οι πηγές κινδύνων να εξαλειφθούν ή οι κίνδυνοι αυτοί να αποφευχθούν, κι αν αυτό δεν είναι δυνατόν,
γ. να καταγραφούν τα μέτρα πρόληψης που ήδη εφαρμόζονται και να προταθούν αυτά που πρέπει συμπληρωματικά να ληφθούν, για τον έλεγχο των κινδύνων και την προστασία των εργαζομένων.

Η εκτίμηση πρέπει να περιλαμβάνει την αναγνώριση και καταγραφή των κινδύνων που υπάρχουν στην επιχείρηση, καθώς και αυτών που ενδέχεται να εμφανισθούν (π.χ. κίνδυνος πτώσης, κίνδυνος από μηχανήματα και εξοπλισμό, κίνδυνος πυρκαγιάς, κίνδυνος ηλεκτροπληξίας, κίνδυνος έκρηξης, κίνδυνος από έκθεση σε βλαπτικούς παράγοντες φυσικούς, χημικούς, βιολογικούς, κίνδυνος από την οργάνωση της εργασίας κ.λ.π.).
Για την πληρότητα και αποτελεσματικότητα της εκτίμησης του κινδύνου από τον τεχνικό ασφάλειας και τον γιατρό εργασίας γίνεται ποιοτικός και όπου απαιτείται και ποσοτικός προσδιορισμός των βλαπτικών παραγόντων στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Τα αποτελέσματα του προσδιορισμού αυτού, καθώς και τα βιολογικά αποτελέσματα της έκθεσης μέσω περιοδικών προληπτικών ιατρικών εξετάσεων που θα γίνονται για το σκοπό αυτό σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.
Η εκτίμηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις βασικές αρχές πρόληψης του άρθρου 7 (παρ. 7) του Π.Δ.17/1996 και να εντοπίζει τη φύση του κινδύνου, το βαθμό σοβαρότητάς του, τη διάρκεια έκθεσης των εργαζομένων σ” αυτόν και τη συχνότητα εμφάνισής του.
Επίσης, κατά την εκτίμηση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η καταγραφή και ανάλυση των εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, που προβλέπεται στα άρθρα 6 και 9 του Ν.1568/1985 και στο άρθρο 8 του Π.Δ.17/1996.
Η «γραπτή εκτίμηση του κινδύνου» τίθεται με ευθύνη του εργοδότη, στη διάθεση εκπροσώπων των εργαζομένων σε θέματα ασφάλειας και υγείας και αποτελεί θέμα που συζητείται στις κοινές συνεδριάσεις τους με τον εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.1568/1985.
Τα βασικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται κατά την παραπάνω συστηματική εξέταση καθώς και τα συμπεράσματα που εξάγονται, καταγράφονται και αποτελούν τη «γραπτή εκτίμηση του κινδύνου». Λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο της «γραπτής εκτίμησης του κινδύνου», καθώς και άλλες σχετικές οδηγίες που αφορούν στη σύνταξή της, μπορούν να προσδιορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από γνώμη του Σ.Υ.Α.Ε.
Και το  ε ξ ω ε ρ γ α τ ι κ ό   α τ ύ χ η μ α (αυτό που συνέβη εκτός εργασίας) αναγγέλλεται υποχρεωτικά στο Ι.Κ.Α., εντός της ίδιας προθεσμίας των 5 ημερών από τον ασφαλισμένο και εν αδυναμία αυτού από εκείνους που έλκουν ασφαλιστικό δικαίωμα (άρθρο 22 του ίδιου κανονισμού).


δ) Α ν α γ γ ε λ ί α   σ ε   ά λ λ ε ς   Α ρ χ έ ς. Πολλές φορές, από ειδικές διατάξεις, επιβάλλεται η αναγγελία του εργατικού ατυχήματος και σε άλλη Αρχή, όπως στα μεταλλεία, λατομεία κλπ. στην αρμόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων του Υπουργείου Βιομηχανίας. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει από το άρθρο 350 του Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Επιχειρήσεων (Φ.Ε.Κ. 735/Β”/9.12.66).
ε) Κατά τον Ν. 551/15, εάν το ατύχημα διαρκέσει πέραν της εβδομάδας, ο εργοδότης υποχρεούται να βεβαιώσει γραπτώς και ενόρκως, εντός15 ημερών από την ημέρα του ατυχήματος, ενώπιον του οικείου ειρηνοδίκη τις λεπτομέρειες του ατυχήματος. Η δήλωση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τις περιπτώσεις που ακολουθεί δίκη για τον προσδιορισμό των ποινικών ευθυνών.
Αποζημίωση κατά τον Κωδικοποιημένο Νόμο 551/15

Στις διατάξεις του Κ.Ν. 551/15 δεν υπάγονται όλοι οι εργοδότες γενικώς, αλλά μόνον όσοι περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 2 του Β.Δ. της 24.7/25.8.20 «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων». Δηλαδή, οι εργοδότες οικοδομικών και άλλων τεχνικών έργων” οι κύριοι επιχειρήσεων βιομηχανικών και βιοτεχνικών εργοστασίων, εργαστηρίων, συνεργείων κλπ. εργασιών, στις οποίες γίνεται χρήση μηχανικών εργαλείων οι κύριοι μεταφοράς ξηράς ή θάλασσας (ύδατος κατά τη διατύπωση του νόμου), φορτώσεως, εκφορτώσεως και αποθηκεύσεως παντός είδους οι κύριοι μεταλλείων, λατομείων και ορυχείων, ως και κάθε επιχειρήσεως, στην οποία κατασκευάζονται ή χρησιμοποιούνται εκρηκτικές ή τοξικές ύλες ή γίνεται χρήση μηχανών που κινούνται με κινητήρια δύναμη άλλη, εκτός αυτής του ανθρώπου ή των ζώων. Στην ίδια αποζημίωση υποχρεούνται το Δημόσιο και κάθε νομικό πρόσωπο, που απασχολεί απ” ευθείας εργάτες ή υπαλλήλους σε εργασίες, όπως οι παραπάνω. Συνεπώς, στην προστασία του Κ.Ν. 551/15 υπάγονται μόνο οι μισθωτοί που εργάζονται στις παραπάνω αναφερθείσες επιχειρήσεις και εργασίες.


Και επί άκυρων εργασιακών συμβάσεων εφαρμόζεται ο Κ.Ν. 551/15. Άρα, η ύπαρξη συμβάσεως εργασίας, έστω και άκυρης, αποτελεί στοιχείο ικανό για τη στήριξη αγωγής αποζημιώσεως(Α.Π. 361/65, 499/62, 257/57).
Ο ι   α λ λ ο δ α π ο ί   π ο υ   ε ρ γ ά ζ ο ν τ α ι   σ τ η ν   Ε λ λ ά δ α,

σε περίπτωση ατυχήματος, δικαιούνται αποζημίωση κατά το νόμο 551/15, εφόσον: α) Διέμεναν στην Ελλάδα κατά τον χρόνο του ατυχήματος. β) Με σύμβαση με την Πολιτεία των αλλοδαπών αναγνωρίσθηκαν και γι” αυτούς αυτά τα δικαιώματα. γ) Η νομοθεσία της Πολιτείας του συγκεκριμένου αλλοδαπού προβλέπει τέτοια δικαιώματα υπέρ των εκεί αλλοδαπών (Α.Π. 48/88).
Τα άρθρα 3,4 και 5 του Κ.Ν. 551/15 διακρίνουν τις εξής περιπτώσεις ανικανότητας, σύμφωνα με τις οποίες κλιμακώνεται η προβλεπόμενη για τον παθόντα αποζημίωση:
α) Πλήρης διαρκής ανικανότητα. β) Μερική διαρκής ανικανότητα. γ) Πλήρης πρόσκαιρη ανικανότητα. δ) Μερική πρόσκαιρη ανικανότητα. ε) Θάνατος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, βεβαίως, η αποζημίωση καταβάλλεται στους δικαιούχους κληρονόμους του θανόντος.
Όπως λέχθηκε, η αποζημίωση κυμαίνεται ανάλογα με την περίπτωση. Και επειδή ορίζεται σε προπολεμικές δραχμές, έχουν αναπροσαρμοσθεί τα σχετικά ποσά μεταπολεμικώς στο εικοσαπλάσιο και κατόπιν έγινε περικοπή των τριών τελευταίων μηδενικών. Παράλληλα, με την κοινή υπουργική απόφαση υπ” αριθμ. 15231/74 (ΦΕΚ 402/Β”/9.4.74) των υπουργών Οικονομικών, Δημοσίων Έργων, Συγκοινωνιών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας ορίσθηκαν κατώτατο όριο τριάντα χιλιάδων (30.000) και ανώτατο όριο εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών της εφάπαξ αποζημιώσεως εργατικών ατυχημάτων που προβλέπεται από τις παραπάνω διατάξεις.
Έ ξ ο δ α   ι α τ ρ ο φ α ρ μ α κ ε υ τ ι κ ή ς   π ε ρ ί θ α λ ψ ε ω ς   κ α ι   κ η δ ε ί α ς.


Πέραν από την ανωτέρω εφάπαξ αποζημίωση, ο υπεύθυνος εργοδότης υποχρεούται (άρθρο 7) όπως καταβάλει τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως του παθόντος, καθώς και ορισμένο ποσό για έξοδα κηδείας σε περίπτωση θανάτου.
Π ρ ο ν ο μ ι α κ ή   ι κ α ν ο π ο ί η σ η των άνω αξιώσεων των παθόντων μισθωτών, σε σχέση με τυχόν άλλες υποχρεώσεις του εργοδότη, προβλέπει ο νόμος.
Η   π α ρ α γ ρ α φ ή   των παραπάνω αξιώσεων είναι τριετής, εκτός αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 10 του Κ.Ν. 551/15. Συνεπώς, προϋπόθεση της τριετούς παραγραφής είναι η ένορκη από τον εργοδότη ενώπιον του ειρηνοδίκη βεβαίωση περί του ατυχήματος κλπ. Αλλιώς, ισχύει η παραγραφή του κοινού δικαίου (Α.Π. 83/69 Τμ. Γ”, 317/96 ).


Ο Κ.Ν. 551/15 έχει θεσπίσει την ανάληψη του επαγγελματικού κινδύνου για κάθε ατύχημα από τον εργοδότη, χωρίς να εξετάζεται, μάλιστα, η ύπαρξη πταίσματος αυτού, μόνο με τις εξής προϋποθέσεις: α) Η διάρκεια της ανικανότητας προς εργασία του παθόντος να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ημερών. β) Το ατύχημα να μη οφείλεται σε πρόθεση του εργαζομένου (παθόντος). Ακόμη, αν αποδειχθεί αμέλεια του παθόντος, το δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μείωση της οφειλόμενης κατά το Ν. 551/15 αποζημιώσεως.
Τα βάσει του Κ.Ν. 551/15 καταβαλλόμενα ποσά αποζημιώσεως, τα οποία όπως λέχθηκε καταβάλλει


ο εργοδότης, καθορίζονται κατ” αποκοπή και δεν καλύπτουν πλήρως την επελθούσα ζημία. Όμως, ο κύκλος των υπόχρεων εργοδοτών κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού έχει περιορισθεί σήμερα πάρα πολύ. Και τούτο γιατί στις περιοχές που καλύπτονται από το ΙΚΑ (δηλαδή σε ολόκληρη τη χώρα), ο εργαζόμενος που έπαθε οποιοδήποτε ατύχημα, αναλαμβάνεται ολοκληρωτικά από το Ίδρυμα, ο δε εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη προς αποζημίωση του παθόντος. (ΑΠ. 1117/86 Ολομέλεια, Εφ. Αθηνών 6064/90, ΑΠ. 717/90, Σ.Ε. 3219/90).Εκτός της περιπτώσεως που τυχόν συντρέχει λόγος αποζημιώσεως για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη κλπ. (Α.Π. 1185/93, 699/55).
Δεν φορολογούνται οι αποζημιώσεις του Κ.Ν. 551/15, γιατί δεν αποτελούν εισόδημα (έγγρ. Ε 9227/πολ. 88/1983 Υπ. Οικ. – ΔΕΝ 1984 σελ. 408).
Οδηγίες που αφορούν ατύχημα ασφαλισμένου από υπαιτιότητα τρίτου και τη μεταβίβαση στο ΙΚΑ της αξίωσης αυτού.

Με την υπ” αριθ. 55/24.5.2001 εγκύκλιο, ανακεφαλαιώνονται και συμπληρώνονται οι οδηγίες, που δόθηκαν με την υπ” αριθ. 140/1987 εγκύκλιο του ΙΚΑ. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, που βασίζονται στο άρθρο 1Ο του Ν.ΔΑ1 04/1960 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 του Ν.4476/1965), εφόσον ασφαλισμένος ή τα μέλη της οικογένειάς του δύνανται να αξιώσουν αποζημίωση για ζημιά που έπαθαν συνέπεια ασθένειας, αναπηρίας ή θανάτου αυτού που είναι υπόχρεος για τη διατροφή τους, η αξίωση αυτή μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ και για όσο ποσό το ΙΚΑ οφείλει ασφαλιστικές παροχές στο δικαιούχο της αποζημίωσης. Επίσης, στο άρθρο 18 του Ν.1654/1986 ορίζεται ότι η ανωτέρω μεταβίβαση της αξίωσης επέρχεται αυτοδίκαια από τότε που γεννήθηκε η αξίωση. Τέλος, στην εγκύκλιο αυτή καθορίζονται αναλυτικά οι ενέργειες που απαιτούνται για την υλοποίηση της μεταβίβασης της αξίωσης αυτής.


Περίθαλψη του ατυχήματος από το Ι.Κ.Α.
Όπως λέχθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, οι σχετικές με την αποζημίωση επί εργατικού ατυχήματος διατάξεις του Κ.Ν. 551/15 εφαρμόζονται σε μισθωτούς, που ο συνήθης τόπος εργασίας τους ευρίσκεται εκτός ασφαλιστικής περιοχής του Ι.Κ.Α.


Αντίθετα, εάν το ατύχημα επισυμβεί σε μισθωτό, ο οποίος παρέχει την εργασία του σε τόπο ευρισκό-
μενο εντός ασφαλιστικής περιοχής του Ι.Κ.Α.(Υπ” όψη ότι με το άρθρο τρίτο του Ν. 1305/82 η ασφάλιση του Ι.Κ.Α επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Κατά συνέπεια, σήμερα, όλα τα εργατικά ατυχήματα σε ολόκληρη τη χώρα αναλαμβάνονται από το ΙΚΑ και οι διατάξεις του ΚΝ. 551/15 έχουν εφαρμογή μόνο
για τη διεκδίκηση αποζημιώσεως εκ μέρους του παθόντος, όπως αναπτύσσεται εδώ) , εφαρμόζεται η σχετική περί ατυχήματος νομοθεσία του Ιδρύματος, της οποίας τα κύρια σημεία έχουν ως κατωτέρω:
Οι παροχές του Ι.Κ.Α, στην περίπτωση του εργατικού ατυχήματος, χορηγούνται στο δικαιούχο ασφαλισμένο, ανεξάρτητα με το χρόνο απασχόλησης και ασφάλισής του. Δεν απαιτείται δηλαδή η πραγματοποίηση εκ μέρους του, ενός ορισμένου αριθμού ημερών απασχόλησης, όπως στην περίπτωση της απλής ασθένειας, που απαιτείται 10ήμερη παροχή πραγματικής εργασίας.
Διάκριση ατυχημάτων σε εργατικά και εξωεργατικά (Τη διάκριση αυτή διαλαμβάνει ο Κανονισμός Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του ΙΚΑ. άρθρα 21 και 22).
Εργατικό ατύχημα έχομε όταν, συνεπεία βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, προήλθε ανικανότητα του μισθωτού για εργασία μεγαλύτερη των 3 ημερών. Με το εργατικό ατύχημα εξομοιώνεται και η επαγγελματική ασθένεια. Εξωεργατικό είναι οποιοδήποτε άλλο ατύχημα, το οποίο μπορεί να πλήξει το μισθωτό, που δεν έχει καμιά σχέση με την εργασία του.
Α) Επιδότηση ατυχήματος από το Ι.Κ.Α.


Γενικά, το ατύχημα απολαμβάνει αυξημένη προστασία από τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. και οι σχετικές ασφαλιστικές παροχές χορηγούνται με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις (σε σύγκριση με την ασθένεια) έτσι:
α) Ε π ί   ε ρ γ α τ ι κ ο ύ   α τ υ χ ή μ α τ ο ς ο ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. δικαιούται επίδομα ασθενείας (όπως άλλωστε και κάθε άλλη ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη), ανεξαρτήτως ημερών εργασίας, έστω και αν έχει μια μόνο ημέρα στην ασφάλιση του Ιδρύματος (Σ.Ε. 410- 411/70.2166/70), ακόμη και αν δεν έχει αναγγελθεί η πρόσληψη του στο l.K.A. ,
γιατί ο παθών θεωρείται, αυτοδικαίως ασφαλισμένος σ” αυτό (Σ.Ε. 3665/88, Α.Π. 1267/76 Ολομ. και 501/77,704/75,269/97 Τμ. Β”).Η απόφαση 3665/88 Τμ. Α” του Συμβουλίου Επικρατείας διαλαμβάνει στο σκεπτικό της ότι: Για τη χορήγηση ασφαλιστικής παροχής από εργατικό ατύχημα, δεν ερευνάται ο χαρακτήρας της προσφερθείσας εξαρτημένης εργασίας ως κυρίας ή μη σε σχέση με άλλη απασχόληση, εφόσον και σε περίπτωση έλλειψης οποιουδήποτε χρόνου ασφαλίσεως στο Ι.Κ.Α. ο παθών δικαιούται τις σχετικές ασφαλιστικές παροχές (πρβλ. και Σ.Ε. 673/77 Ολομ. 1809/81). Και αυτός που έχει υποστεί εργατικό ατύχημα κατά το χρόνο απασχολήσεώς του σε οικοδομή ξένης ιδιοκτησίας, που ανεγείρονταν από τον εργολάβο γιο του, μολονότι ήταν ασφαλισμένος του Ο.Γ.Α. και δεν είχε ασφαλιστικό βιβλιάριο του Ι.Κ.Α., υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος και δικαιούται τις σχετικές παροχές (Σ.Ε. 3665/88).
β) Επί μη εργατικού ( εξωεργατικού ) ατυχήματος, ο ασφαλισμένος δικαιούται τις παραπάνω παροχές του Ι.Κ.Α., εάν έχει πραγματοποιήσει το μισό μόνον του αριθμού των εκάστοτε απαιτουμένων ημερών εργασίας για ασθένεια.
Για τον υπολογισμό του επιδόματος σε περίπτωση ατυχήματος λαμβάνεται υπ” όψη το τεκμαρτό ημερομίσθιο της μισθολογικής κλάσεως στην οποία ανήκει ο ασφαλισμένος κατά την ημέρα του ατυχήματος, χωρίς όμως να επιτρέπεται να ληφθεί αυτό του αντίστοιχου επιδόματος για την περίπτωση ασθένειας.
Για την καταβολή του επιδόματος ασθενείας σε περίπτωση ατυχήματος δεν υπολογίζονται τριήμερα αναμονής (όπως γίνεται στην ασθένεια του μισθωτού ).
Β) Συνταξιοδότηση λόγω ατυχήματος από το Ι.Κ.Α.

Εάν το ατύχημα προκάλεσε αναπηρία του παθόντος, χορηγείται σ” αυτόν από το Ι.Κ.Α. σύνταξη αναπηρίας με προϋποθέσεις εξαιρετικά επιεικείς έτσι:


α) Αυτός που θα μείνει ανάπηρος συνέπεια εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε χρονική προϋπόθεση, έστω κι αν έχει μια μόνο ημέρα στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.
β) Αυτός που θα μείνει ανάπηρος συνεπεία ατυχήματος μη εργατικού (εξωεργατικού) δικαιούται σύνταξη εάν έχει πραγματοποιήσει τις μισές μόνον ημέρες από εκείνες που απαιτούνται εκάστοτε για τη χορήγηση συντάξεως αναπηρίας που οφείλεται σε άλλη – εκτός επαγγελματικής – ασθένειας.
Ανάλογες είναι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεως λόγω θανάτου οφειλομένου σε ατύχημα (εργατικό – μη εργατικό).

Γ) Επί πόσο χρόνο δικαιούται το μισθό του ο λόγω ατυχήματος αδυνατών να εργασθεί μισθωτός.


Και στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση που προκύπτει από τα άρθρα 657 και 658 Α.Κ. , δηλαδή να συμπληρώσει το επίδομα ασθενείας του Ι.Κ.Α. μέχρι του ποσού του καταβαλλομένου μισθού.
Ο λόγω ατυχήματος κωλυόμενος να εργασθεί μισθωτός (όπως συμβαίνει και με την ασθένεια και κάθε άλλο ανυπαίτιο κώλυμα), δικαιούται από τον εργοδότη του αποδοχές:
α) Δεκαπέντε (15) ημερών, εάν έχει συμπληρώσει υπηρεσία μεγαλύτερη των δέκα ημερών και μικρότερη του έτους.
β) Ενός μηνός, εάν έχει συμπληρώσει υπηρεσία ενός έτους.
Ο εργοδότης δικαιούται να εκπέσει από τις άνω αποδοχές τα ποσά που έλαβε ο μισθωτός από υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλισή του, δηλαδή από το Ι.Κ.Α.
Το Ι.Κ.Α. καταβάλλει το επίδομα ασθενείας από την πρώτη ημέρα του ατυχήματος, χωρίς να ισχύουν εδώ τα τριήμερα ασθενείας, κατά τα οποία το Ίδρυμα δεν καταβάλλει επίδομα και ο ασθενών μισθωτός δικαιούται από τον εργοδότη του μόνον το μισό του ημερομισθίου για κάθε ημέρα απουσίας. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η αδυναμία του μισθωτού να εργασθεί, διαρκεί περισσότερο από τρεις (3) ημέρες. Μέχρι τρεις ημέρες διάρκεια αδυναμίας προς εργασία αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς και η ασθένεια.
Δ) Ατύχημα οφειλόμενο σε δόλο του εργοδότη.


Εάν με δικαστική απόφαση βεβαιωθεί ότι το ατύχημα που συνέβη σε ασφαλισμένο του Ι.Κ.Α., κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή άλλων προσώπων από τον εργοδότη, τότε ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει:
α) Στο Ι.Κ.Α. κάθε δαπάνη του από τη χορήγηση ασφαλιστικών παροχών λόγω του ατυχήματος στον παθόντα ασφαλισμένο.
β) Στον παθόντα και σε περίπτωση θανάτου αυτού στα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του τη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά τον Αστικό Κώδικα οφειλόμενης σ” αυτούς αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των παροχών που χορηγεί το Ι.Κ.Α. για την περίπτωση (άρθρο 34 παρ. 2 Α.Ν. 1846/51).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι και σε περίπτωση ατυχήματος που προκλήθηκε από δόλο του εργοδότη, ο ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α. μισθωτός που έπαθε ατύχημα έχει τη δέουσα ασφαλιστική κάλυψη.
Δ ό λ ο ς   τ ο υ   ε ρ γ ο δ ό τ η   υ π ά ρ χ ε ι όταν αυτός αποσκοπούσε στο αποτέλεσμα που επήλθε και όχι όταν απλώς παρέβη τους κανονισμούς ασφαλείας (Α.Π. 217/76). Η βαριά αμέλεια του εργοδότη δεν εξομοιώνεται με το δόλο (Πολυμελές Πρωτ. Αθηνών 22803/63).

Αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, ηθικής ή περιουσιακής βλάβης


Ανακεφαλαιώνοντας τα αναπτυχθέντα στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος κεφαλαίου, μπορούμε να πούμε ότι ο παθών μισθωτός δικαιούται λόγω ατυχήματος:

1) Ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη.
2) Αποζημίωση κατά το νόμο 551/15 ή σύνταξη κατά την περί Ι.Κ.Α. νομοθεσία.
3) Αποδοχές ορισμένου χρονικού διαστήματος κατά τα άρθρα 657-658 Α.Κ. περί ανυπαίτιου κωλύματος.
4) Αποζημίωση (χρηματική ικανοποίηση) για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη κατά τα άρθρα 299 και 931 επ. Α.Κ. Και τούτο πέρα από την αξίωση που έχει ο παθών μισθωτός για αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη.
Χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.


Ο μισθωτός που υπέστη εργατικό ατύχημα, το οποίο οφείλεται σε αμέλεια του εργοδότη είτε των καταστατικών οργάνων της επιχειρήσεως είτε και των προστεθέντων από τον εργοδότη προσώπων, δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το δικαίωμα αυτό έχει ο μισθωτός, ανεξάρτητα αν είναι ασφαλισμένος ή όχι στο Ι.Κ.Α. και, σε περίπτωση θανάτου του μισθωτού, η αποζημίωση επιδικάζεται στα μέλη της οικογένειάς του (Α.Π. 1803/85, 1107/87, 1870187, 1916/86 Τμ. Β”, Α.Π. 1486/95 Τμ. Β”). Εάν το ατύχημα οφείλεται στην υπαιτιότητα του μισθωτού, δεν δικαιούται αυτός την κατά τα άνω χρηματική ικανοποίηση (Α.Π. 843/85 Τμ. Β”). Όταν υπάρχει συνυπευθυνότητα του εργοδότη και του μισθωτού, οφείλεται μέρος της αποζημιώσεως (Α.Π. 493/86 Τμ. Β”). Υπόχρεοι για την καταβολή της χρηματικής ικανοποιήσεως είναι κατ” αρχήν ο εργοδότης και οι προστεθέντες απ” αυτόν, αλλά και τυχόν τρίτοι, υπαίτιοι του ατυχήματος.
Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση του παθόντος μισθωτού λόγω ηθικής βλάβης και, σε περίπτωση θανάτου αυτού, της οικογενείας του λόγω ψυχικής οδύνης, στηρίζεται στις περί αδικοπραξίας και άλλες διατάξεις του Αστικού Κώδικα (Πρβλ. και απόφαση 2438/1990 Εφ. Θεσ/νίκης Ε.Ε.Δ. 1991, σελ. 223).
Η παραγραφή των αξιώσεων από το Ν. 551/15 είναι τ ρ ι ε τ ή ς, εφόσον ο εργοδότης βεβαίωσε το ατύχημα ενώπιον Του ειρηνοδίκη, διαφορετικά η παραγραφή η συνήθης (κοινή παραγραφή), δηλαδή, πενταετής (Α.Π. 317/96).


Π α ρ α γ ρ ά φ ε τ α ι μ ε τ ά π ε ν τ α ε τ ί α η αξίωση για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (Εφ. Ναυπλίου 289/86).Η χρηματική ικανοποίηση, που επιδικάζεται λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, είναι κάτι διαφορετικό όχι μόνον από την αποζημίωση την οποία δικαιούται ο παθών μισθωτός λόγω της αδυναμίας του προς εργασία, αλλά και της αποζημιώσεως για τυχόν ζημία περιουσιακή. Η τελευταία αυτή κανονίζεται από το δικαστήριο και η περί του ποσού της κρίση τούτου είναι ανεξέλεγκτος από τον Άρειο Πάγο (A.Π. 355/65).
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑ ΑΡ. 22/2-3-2004

Με αφορμή πολλών ερωτημάτων από υποκαταστήματα διαπιστώσαμε ότι η αντιμετώπιση του εργατικού ατυχήματος όσον αφορά την αναγγελία και γενικότερα ότι απορρέει από αυτό δεν αντιμετωπίζεται ενιαία από τα υποκαταστήματα μας. Γι΄ αυτό κρίνουμε σκόπιμο να ανακεφαλαιώσουμε τις μέχρι τώρα οδηγίες μας.

Ζητήματα που έχουν γεννηθεί για το που τελειώνει επί κατοικίας η οδός

Κατά κανόνα θεωρείται η εξώθυρα του σπιτιού του ασφαλισμένου. Εάν μένει σε εσωτερικό σπίτι, δεν είναι η γενική εξώθυρα του σπιτιού αλλά η εξώθυρα του εσωτερικού σπιτιού . Σε πολυκατοικία μπορεί να θεωρηθεί και η σκάλα.


Θεωρήθηκαν ως καθ” οδό ατυχήματα και όσα έλαβαν χώρα στη κατοικία του ασφ/νου προτού αυτός αποθέσει τα εργαλεία του, τον εξοπλισμό του και την ενδυμασία της εργασίας του γιατί τότε μόνο τερματίζεται ο δρόμος της επιστροφής.]
Εργατικά χαρακτηρίζονται επίσης και τα ατυχήματα, που γίνονται κατά τα διαλείμματα της εργασίας ή την μεσημεριανή διακοπή οπωσδήποτε μέσα στο χώρο της εργασίας και κατά περίπτωση μετά την απομάκρυνση από το χώρο αυτό. Η απομάκρυνση του ασφ/νου από το χώρο της εργασίας, θεωρείται ότι διακόπτει τον τοπικό και χρονικό σύνδεσμο με την εργασία όταν αποδεικνύεται ότι οφείλεται σε ατομική πρωτοβουλία του ασφ/νου αντίθετη με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σχέση που τον συνδέει με τον εργοδότη του ή σε πρωτοβουλία που έχει σαν σκοπό την ικανοποίηση προσωπικών του αναγκών που δεν είναι άμεσες και επείγουσες.
Τα ατυχήματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια κανονικής με αποδοχές άδειας και κατά τη μετάβαση των ασφ/νων στους εργοδότες τους για είσπραξη του μισθού τους, οπωσδήποτε δε μέσα στο χώρο της επιχείρησης γιατί υπάρχει σχέση μεταξύ εργασίας και ατυχημάτων ( (Σχετ. Γεν. Έγγραφο 82147/Φ.3/27-11-75 ).
Ο θάνατος που προκλήθηκε από τσίμπημα σφήκας κατά τη διάρκεια της εργασίας και στον τόπο αυτής ανεξάρτητα από τυχόν αλλεργική προδιάθεση του ασφ/νου που τελικά προκάλεσε το θάνατό του (Γεν. έγγραφο 162705/24-10-67). . Η θανατική εκτέλεση και η αυτοκτονία δεν συνιστούν ατυχήματα από τον νόμο καθοριζόμενη έννοια.
Τελευταία όμως, από το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι, δεν θεωρείται βίαιο συμβάν αυτό που προκαλείτε θελημένα από τον ασφαλισμένο και συνεπώς η αυτοκτονία, ο θελημένος τερματισμός της ζωής, δεν αποτελεί κατ” αρχήν εργατικό ατύχημα εκτός οσάκις αυτή (αυτοκτονία) συντελείται υπό συνθήκες διατάραξης των ψυχικών ή διανοητικών λειτουργιών δύναται συντρεχουσών και των λοιπών στη διάταξη προϋποθέσεων, να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετεί τέτοιο ατύχημα.
Ατυχήματα, διαρκούσης απεργίας θεωρούνται εργατικά, εφόσον προκύπτουν εξαιτίας άρνησης του ασφ/νου να μετάσχει της απεργίας.
Δεν χαρακτηρίζονται ως εργατικά ατυχήματα

1.Τα ατυχήματα που συμβαίνουν μέσα στα σπίτια των ασφ/νων, εκτός εάν αυτοί ισχυρισθούν και αποδείξουν ότι τα ατυχήματα συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εκτέλεση της εργασίας τους.


2. Τα ατυχήματα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας που δεν ασφαλίζεται στο Ίδρυμα.
3. Η επιδείνωση της υγείας του ασφ/νου και ο θάνατός του απ” αυτή, όταν είναι συνέπεια της συνέχισης της εργασίας με δυσμενείς όρους και συνθήκες, εφόσον η εργασία λόγω φύσης της δε μπορεί να εκτελείται παρά με τους όρους και τις συνθήκες αυτές.
Δεν εξομοιώνεται δηλαδή με εργατικό ατύχημα η νόσος που προκλήθηκε από βαθμιαία εξασθένιση του οργανισμού λόγω του είδους της εργασίας.
4. Η αυτοκτονία και κάθε βίαιο περιστατικό που προκλήθηκε με τη θέληση του ασφ/νου.
5. Εξάλλου χαρακτηρίζεται ως ατύχημα εκτός εργασίας το ατύχημα που συμβαίνει σε ασφ/νο του ΙΚΑ, εφόσον έχει αναγγελθεί από τον ίδιο ή μέλος της οικογένειάς του μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 21 του ΚΑ. Α. ανεξάρτητα εάν κατά το χρόνο του ατυχήματος συνδέεται ή όχι άμεσα με το Ίδρυμα.
Εάν το ατύχημα χαρακτηρισθεί από άλλο Ταμείο π.χ. ΤΑΞΥ εάν είναι ασφ/νος για τον κλάδο ασθένειας και για τον κλάδο Σύνταξης στο ΙΚΑ, το ατύχημα θα χαρακτηρισθεί ξανά από το IΚA
Έναρξη προθεσμίας σε περίπτωση που οι συνέπειεςτου ατυχήματος εκδηλώνονται αργότερα

Οι συνέπειες εργατικού ατυχήματος μπορεί να μην εκδηλωθούν αμέσως, αλλά αργότερα και σιγά-σιγά. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία για την αναγγελία δεν αρχίζει από τότε που έγινε το ατύχημα, αλλά από το χρόνο που εκδηλώθηκαν οι συνέπειές τους και η πραγματική αναπηρία . Ο ασφ/νος όμως, πρέπει να προβάλει σαφώς τους σχετικούς ισχυρισμούς του για να μπορέσει το ασφ/κό όργανο μετά από έλεγχο να κρίνει σχετικά.


Όταν ο ασφ/νος επικαλείται επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης από ατύχημα μετά την πάροδο των προθεσμιών που ορίζονται από το άρθρο 21 του ΚΑ.Α. πρέπει η Υγειονομική Επιτροπή να γνωματεύει ειδικά για την ύπαρξη και το χρόνο εκδήλωσης της επιδείνωσης από τον οποίο και αρχίζει η προθεσμία για την αναγγελία του ατυχήματος (ΣΕ 2378/79).
Αρμόδιο για το χαρακτηρισμό ατυχήματος όργανο

(Εγκ. 79/74 , άρθρα 7 και 11 ΚΑ.Α και Γεν. Έγγραφο131220/Φ3/12- 7-78)

Αρμόδιος για τον χαρακτηρισμό των ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων είναι ο Δ/ντής του Υποκ/τος (Τοπικού ή Περ/κού) στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή απασχολείται ο ασφ/νος.


Ειδικότερα:
Όταν η δήλωση ατυχήματος υποβάλλεται στο Υποκ/μα (Τοπικό ή Περ/κό) στην περιοχή του οποίου απασχολούνταν ο ασφ/νος κατά την ημέρα του ατυχήματος, η διαδικασία για την εξακρίβωση των συνθηκών με τις οποίες έγινε και ο χαρακτηρισμός του γίνεται από το Υποκ/μα αυτό. Εάν όμως, η δήλωση υποβληθεί στο Υποκ/μα (Τοπικό ή Περ/κό) του τόπου κατοικίας του ασφ/νου, το Υποκ/μα αυτό προβαίνει στο χαρακτηρισμό του ατυχήματος εφόσον από τα υπόψη του, στοιχεία, μπορεί να σχηματίσει γνώμη για το είδος του ατυχήματος και επομένως δεν απαιτείται επιτόπια έρευνα, για την εξακρίβωση των συνθηκών με τις οποίες έγινε (π.χ. ατυχήματα, εκτός εργασίας, μικροατυχήματα).
Το ίδιο γίνεται, σε κάθε περίπτωση, που η σχετική με το ατύχημα έρευνα είναι ευχερέστερη από το Υποκ/μα του τόπου κατοικίας (τροχαία ατυχήματα κλπ).
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η δήλωση ατυχήματος διαβιβάζεται στο Υποκ/μα του τόπου απασχόλησης για τον χαρακτηρισμό.
Διευκρινίζεται ότι:


Σαν Υποκατάστημα του τόπου απασχόλησης θεωρείται το Υποκ/μα στην περιοχή του οποίου απασχολούνταν κατά την ημέρα του ατυχήματος ο ασφ/νος και όχι το Υποκ/μα στην περιοχή του οποίου είχε την έδρα της η επιχείρηση που συνδεόταν με σχέση εργασίας, με την προϋπόθεση πως στην περιοχή αυτή (του τόπου απασχόλησης) είναι δυνατή η διαπίστωση των συνθηκών επέλευσης του ατυχήματος.
Στην περίπτωση, που η κατά τόπο αρμοδιότητα κάποιου Υποκ/τος συντρέχει με την αρμοδιότητα άλλου Υποκ/τος (τόπου κατοικίας – τόπου έδρας επιχείρησης – τόπου απασχόλησης) του χαρακτηρισμού του ατυχήματος επιλαμβάνεται το Υποκ/μα εκείνο, που μπορεί ευχερέστερα να συγκεντρώσει όλα (ή τα περισσότερα) στοιχεία που είναι απαραίτητα για το χαρακτηρισμό του ατυχήματος και πάντοτε με γνώμονα την καλύτερη και ταχύτερη εξυπηρέτηση του ασφ/νου (Σχετ. Γεν. έγγραφο 205392/Φ.3/9-4-80 ).
Διαπίστωση συνθηκών Ατυχήματος

Η έρευνα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ

Η έρευνα μπορεί να είναι και επιτόπιος. Όπου χρειάζεται παίρνονται καταθέσεις από τα πρόσωπα που υπέγραψαν τη δήλωση ατυχήματος, αλλά και από κάθε άλλο που γνωρίζει για τις συνθήκες με τις οποίες έγινε το ατύχημα κυρίως βέβαια, ερευνάται εάν κατά την ημέρα του ατυχήματος παρείχε εργασία ασφαλιστέα στο Ι.Κ.Α.


Σε περίπτωση που γίνεται επίκληση εξαιρετικών και έκτακτων συνθηκών σαν αιτία ατυχήματος, με την έρευνα συγκεντρώνεται κάθε στοιχείο που μπορεί να δώσει σαφή εικόνα του είδους, του τρόπου και των συνθηκών παροχής της εργασίας κατά την ημέρα του ατυχήματος. π.χ. εάν επικαλείται ασυνήθεις καιρικές συνθήκες ζητάμε στοιχεία από την Ε. Μ. Υ.
Έρευνα διενεργείται και στην περίπτωση που το ατύχημα δηλώνεται εκπρόθεσμα, οπότε η δήλωση απορρίπτεται σαν τυπικά απαράδεκτη. Και αυτό γιατί είναι πιθανό να συγχωρεθεί το εκπρόθεσμο της αναγγελίας από κάποιο άλλο αρμόδιο κατά το νόμο όργανο.
Ο Δ/ντής του κάθε Υποκ/τος μπορεί να κρίνει ότι η έρευνα μπορεί να γίνει και από άλλο όργανο του Υποκ/τος (Γεν. έγγραφο 166538/69/30-3-77 ).
Επαγγελματική ασθένεια

Η επαγγελματική ασθένεια, από άποψη προϋποθέσεων χορήγησης και ύψους ασφαλιστικών παροχών, είναι εξομοιωμένη με το εργατικό ατύχημα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 34 του Α.Ν.1846/1951.


Ως επαγγελματικές ασθένειες αναγνωρίζονται αυτές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 40 του Κανονισμού Ασθένειας του ΙΚΑ.
Συγκεκριμένα, ως επαγγελματικές ασθένειες αναγνωρίζονται η μολυβδίαση, η υδραργυρίαση, η δηλητηρίαση από κάδμιο, βηρύλλιο, φθόριο και από ενώσεις αυτού, η δηλητηρίαση από αρωματικούς υδρογονάνθρακες (βενζόλιο, τολουόλιο, ξυλόλιο), οι εξελκώσεις που οφείλονται στην επίδραση χρωμικού οξέως, χρωμικών και διχρωμικών αλκαλίων, οι δηλητηριάσεις από διθειάνθρακα και από ανυδρίτες θειώδους οξέος και θειικού οξέος, οι δηλητηριάσεις από νιτρικό οξύ και οξείδια αζώτου και αμμωνίας, οι λοιμώδεις ή παρασιτικές νόσοι, η ικτεροαιμορραγική σπειρωχαίτωση, ο τέτανος, η ηπατίτιδα εξ ιού, η αγκυλοστομίαση, η φυματίωση βοείου και ορνιθείου τύπου, ο μελιταίος, νόσοι από φυσικά αίτια, όπως οι νόσοι από μεταβολές της ατμοσφαιρικής πίεσης, παθήσεις εκ πιέσεως και τριβής, παθήσεις προκαλούμενες από ήχο και θόρυβο, νόσοι από ακτίνες χ ιονιζουσών ακτινοβολιών και ραδιενεργών σωμάτων, συστηματικές πνευμονοπάθειες Κ.λ.π.
Βασική προϋπόθεση για να αναγνωρισθεί ότι μία πάθηση οφείλεται σε επαγγελματική νόσο αποτελεί το γεγονός, ο παθών ασφαλισμένος να εργάσθηκε ή να εξακολουθεί να εργάζεται σε εργασίες που αναγράφονται στο άρθρο 40 του Κανονισμού Ασθένειας του ΙΚΑ, για χρονικό διάστημα ίσο με το οριζόμενο, αντίστοιχα για κάθε ασθένεια, στον πίνακα του άρθρου αυτού.
Συγκεκριμένα, η προσβολή από την επαγγελματική ασθένεια πρέπει να έχει διαπιστωθεί είτε κατά τη διάρκεια του προβλεπόμενου χρόνου από τον πίνακα του Κανονισμού Ασθένειας του ΙΚΑ για κάθε νόσο απασχόλησης, μετά βεβαίως της συμπλήρωσης του ελάχιστου χρόνου που καθορίζεται προς τούτο, είτε σε περίπτωση διακοπής της απασχόλησης, πριν από την παρέλευση του μέγιστου χρόνου που επίσης καθορίζεται για κάθε νόσο.
Πρόσθετη προϋπόθεση για την αναγνώριση της επαγγελματικής ασθένειας αποτελεί το γεγονός ότι, η προσβολή του παθόντος από επαγγελματική νόσο πρέπει να διαπιστώνεται και να πιστοποιείται ιατρικώς, σύμφωνα πάντα με τα οριζόμενα στο άρθρο 40 του Κανονισμού Ασθένειας.
Για όσες νόσους (παθήσεις) δεν προβλέπεται στον πίνακα του Κανονισμού Ασθένειας ελάχιστος χρόνος απασχόλησης στην αντίστοιχη εργασία ή και μέγιστος χρόνος, που από τη διακοπή της απασχόλησης πρέπει να διαπιστωθεί η προσβολή του ασφαλισμένου από την αντίστοιχη επαγγελματική νόσο, ο Κανονισμός Ασθένειας παρέχει την ευχέρεια να κρίνουν κατά περίπτωση οι αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, με βάση τα διεθνώς κρατούντα στο χώρο της ιατρικής.
Επί επαγγελματικής ασθένειας, το επίδομα ασθένειας καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα αναγγελίας αυτής, με την προϋπόθεση ότι η ανικανότητα προς εργασία που επήλθε συνεπεία επαγγελματικής ασθένεια, διήρκεσε περισσότερες από τρεις (3) ημέρες.
Κάθε ιατρός που κάνει διάγνωση επαγγελματικής ασθένειας, εφόσον αυτή καθιστά αναγκαία την θεραπεία ή συνεπάγεται ανικανότητα προς εργασία ή λόγοι πρόληψης σοβαρότερων συνεπειών για τον ασφαλισμένο το επιβάλλουν, οφείλει να αναγγείλει την ασθένεια αυτή προς το ΙΚΑ με έντυπη δήλωση χωρίς καμία αναβολή.
Σε κάθε ιατρό που κάνει διάγνωση επαγγελματικής ασθένειας επιβάλλεται η υποχρέωση να την καθιστά γνωστή τόσο στον πάσχοντα ή τους δικαιούχους αυτού όσο και στον εργοδότη ή αντιπρόσωπο αυτού.


Ο εργοδότης ή αντιπρόσωπος αυτού, ως και ο ασφαλισμένος ή, σε αδυναμία είτε σε θάνατο τούτου, οι δικαιοδόχοι αυτού υποχρεούνται επίσης να αναγγείλουν στο ΙΚΑ κάθε επαγγελματική ασθένεια, τούτο δε εντός των χρονικών ορίων αναγγελίας που ορίζονται και για το εργατικό ατύχημα.
Καταγγελία της σύμβασης εργασίας κατά τη διάρκεια της ασθένειας μισθωτού


Γενικά, δεν απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη κατά τη διάρκεια της ασθένειας του εργαζόμενου, εκτός βέβαια αν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις ή από Ατομική Σύμβαση Εργασίας, αρκεί να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση ή να μη γίνεται αυτή κατά κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 του Α.Κ. – Άρειος Πάγος 288/1966 – 770/1989 – 542, 543/1997 κ.λ.π.).
 

ΠΡΟΣΟΧΗ !!!!
Αν δεν ξεπερνά τις τρις ημέρες το εργατικό ατύχημα τότε αντιμετωπίζετε ως ασθένεια.

ΠΗΓΗ: ANACONDA